Καλλιόπη Βρυνιώτη
Νηπιαγωγός/ Λέκτορας Συγκριτικής Παιδαγωγικής (υπό διορισμό)
Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας
Εισαγωγή: Η προβληματική της μετάβασης από τη σκοπιά της ευρωπαϊκής
εμπειρίας
Σε διεθνή σύγκριση το θέμα της
ομαλής μετάβασης του παιδιού από την προσχολική στην σχολική εκπαίδευση δεν είναι
νέο, ούτε ως πρόβλημα της εκπαιδευτικής πράξης, ούτε ως αντικείμενο έρευνας
αλλά ούτε και ως ζήτημα της εκπαιδευτικής πολιτικής. Έχει διαγράψει, από τις
απαρχές του μέχρι σήμερα, μια πορεία μεγαλύτερη από ενάμιση αιώνα. Το έτος 1852
ο Friedrich Fröbel κατέθεσε ένα αναλυτικό σχέδιο για την οργανική σύνδεση της προσχολικής με την σχολική εκπαίδευση, θέτοντας
έτσι τις βάσεις για μια συστηματική συζήτηση του ζητήματος της ασυνέχειας και τη γεφύρωση του χάσματος
που υπήρχε στη μετάβαση από τη μια βαθμίδα στην άλλη (Grossmann1987).
Είναι επίσης γνωστό από την
δεκαετία του 1960, ότι για πολλές ευρωπαϊκές χώρες το ερώτημα της ομαλής
μετάβασης του παιδιού από την προσχολική στην σχολική εκπαίδευση συνδέθηκε
άμεσα με το αίτημα για την επίτευξη ενός
ενιαίου αναλυτικού προγράμματος- (Curriculum), νηπιαγωγείο, δημοτικό
σχολείο, γυμνάσιο, λύκειο- και επίσης συνδέθηκε με το ευρύτερο αίτημα για την
μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος από
κάτω προς τα επάνω, από το νηπιαγωγείο έως το λύκειο (Horn & Thiemel
1982, Dunlop & Fabian
2007:12). Η επιχειρηματολογία αντλήθηκε από τα νέα – τότε – πορίσματα
των ανθρωπιστικών και κυρίως των κοινωνικών επιστημών αναφορικά με την σχέση
περιβάλλοντος και σχολικής επιτυχίας και συνδέθηκε στενά με το αίτημα της
ισότητας ευκαιριών στην αφετηρία της θεσμοθετημένης υποχρεωτικής
εκπαίδευσης (Tietze
1973), υπό την έννοια της διασφάλισης των προϋποθέσεων για ισότητα αποτελεσμάτων.
Οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πιθανές συνέπειες από τη διακοπή της
συνέχειας στη διαδικασία αγωγής και μάθησης κατά τη μετάβαση από το ένα
εκπαιδευτικό ίδρυμα στο άλλο, όπως για παράδειγμα, σχολική φοβία,
λειτουργικός αναλφαβητισμός, σχολική αποτυχία, σχολική διαρροή κτλ.,
ερμηνεύθηκαν στην πλειονότητα των περιπτώσεων ως αποτελέσματα και των άνισων ευκαιριών στην αφετηρία
της θεσμοθετημένης υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
Ωστόσο, τα μέτρα που πάρθηκαν από τις χώρες/μέλη
του Συμβουλίου της Ευρώπης στην περίοδο της ''μεταρρυθμιστικής ευφορίας''
(μέσα της δεκαετίας του 1960, έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970) με στόχο την
οργανική
σύνδεση και συνεργασία του νηπιαγωγείου με το πρωτοβάθμιο σχολείο,
δηλαδή την συγκρότηση ενός θεσμικού πλαισίου για την επίτευξη συνοχής και
συνέχειας σε επίπεδο σκοπών, στόχων, περιεχομένων, διδακτικής μεθοδολογίας (Curriculum), και
κατάρτισης των εκπαιδευτικών, αποδείχθηκαν στην δεκαετία της ''μεταρρυθμιστικής νηφαλιότητας''
(μέσα της δεκαετίας του 1970 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980) για τις περισσότερες
χώρες ανεπαρκή. Ως κύριος δείκτης ανεπάρκειας για τις περισσότερες χώρες, θεωρήθηκε η
απουσία ενός θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα εξασφάλιζε τις προϋποθέσεις μιας
δεσμευτικής συνεργασίας από την πλευρά των φορέων των δυο ιδρυμάτων.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μετά το
θέμα της μετάβασης και της συνεργασίας επανέρχεται στο προσκήνιο γνωρίζοντας ιδιαίτερη άνθιση.
Στο γεγονός αυτό συνέβαλε η γενικότερη ευνοϊκή συγκυρία, η οποία διαμορφώθηκε
από: (α) την αύξηση των μελών Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού για την
Πρώιμη Παιδική Ηλικία, (β) την ίδρυση επιστημονικών ενώσεων που έθεσαν στο
επίκεντρο της ερευνητικής τους δράσης αυτό το θέμα, όπως π.χ. η European Early Childhood Education and Research Association (γ) την συμβολή του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας
Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), (δ) την Διακήρυξη της Bologna (1999) και (ε) την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής
Ένωσης[2].
Η προβληματική της μετάβασης στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, εκτός του πιλοτικού
προγράμματος ''Εφαρμογή καινοτόμων παρεμβάσεων στο Ολοήμερο Νηπιαγωγείο''-''
Σχέδιο Εργασίας: Διευκολύνοντας την ομαλή μετάβαση από το Νηπιαγωγείο στο
Δημοτικό''(ΥπΕΠΘ, 2008α), η προβληματική της μετάβασης από το νηπιαγωγείο στο
δημοτικό σχολείο ελάχιστες φορές[3] έγινε
αντικείμενο της παιδαγωγικής συζήτησης και ποτέ μέχρι σήμερα το θέμα αυτό
δεν τέθηκε ως πρόβλημα, τουλάχιστον δημόσια, με την έννοια που απασχόλησε και
“κινητοποίησε” τις άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες από το δεύτερο μισό της
δεκαετίας του 1960 και μετά. Εντούτοις από τις ελάχιστες δημοσιεύσεις[4] και
περισσότερο από τις άτυπες συζητήσεις μεταξύ νηπιαγωγών, δασκάλων, σχολικών
ψυχολόγων και σχολικών συμβούλων είναι γνωστό ότι συχνά θίγεται το θέμα της
''δύσκολης προσαρμογής'' ενός ''αυξανόμενου'' αριθμού παιδιών στην πρώτη τάξη
του δημοτικού σχολείου. Οι εκπαιδευτικοί της πράξης, οι οποίοι επισημαίνουν
πτυχές και συμπτώματα του προβλήματος, μέσα από τις δυσκολίες που
παρατηρούν καθημερινά, υποθέτουν συχνά και τις αιτίες του προβλήματος. (Βρυνιώτη
2000, Μπαγάκης, κ.ά 2006). Ωστόσο, κάποιες από αυτές τις υποθέσεις, όχι σπάνια,
βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στην προσωπική εμπειρία και προβάλλονται με
μια τάση γενίκευσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να οδηγούνται οι υποστηρικτές
αυτών των υποθέσεων σε λανθασμένη συμπεριφορά προς τους μαθητές και τις
μαθήτριές τους, όταν οι δυσκολίες προσαρμογής χαρακτηρίζονται συλλήβδην και
αβασάνιστα ως μαθησιακές δυσκολίες. Η αξία της βιωμένης προσωπικής εμπειρίας
είναι αναμφίβολα πολύ σημαντική αλλά σε καμία περίπτωση δεν αρκεί για να
τεκμηριώσει γενικεύσεις, χρειάζεται να συμπληρωθεί από τη μελέτη της σχετικής
βιβλιογραφίας. Η αδόκιμη χρήση ή και η κατάχρηση του πολυσυλλεκτικού όρου
''μαθησιακές δυσκολίες'' (Παντελιάδου, 2000) υποδηλώνει στην περίπτωση
αυτή αφενός την άγνοια ή και την αγνόηση της ευρύτερης προβληματικής της
μετάβασης, και αφετέρου τις οδυνηρές συνέπειες που θα είχε στην εξέλιξη των
παιδιών αυτής της ηλικίας μια τέτοια αβασάνιστη και πρώιμη διάγνωση, που σε
πολλές περιπτώσεις λειτουργεί στην πράξη ως πρόγνωση σχολικής αποτυχίας, φαινόμενο
γνωστό στη βιβλιογραφία ως ''επίδραση του Πυγμαλίωνα''. Από την σύντομη
σκιαγράφηση προκύπτει ότι είναι αναγκαίο
αφενός να γίνουν γνωστά στην Ελλάδα τα πορίσματα των σχετικών ερευνών που έχουν
διεξαχθεί σε άλλες χώρες και αφετέρου να παραχθούν ελληνικά ερευνητικά δεδομένα
αναφορικά με το ζήτημα της μετάβασης. Μια ευοίωνη προοπτική προς αυτή την
κατεύθυνση αποτελεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά εφέτος, στο πλαίσιο του
ετήσιου συνεδρίου της Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος διοργανώνεται (5-7/12/2008)
θεματικό συμπόσιο με θέμα: ''Η μετάβαση των μαθητών στο Ελληνικό Εκπαιδευτικό
Σύστημα: Διαπιστώσεις και προτάσεις''.
Μετάβαση: κεντρικό αντικείμενο έρευνας στο διεθνές ερευνητικό πεδίο της
Παιδαγωγικής της Πρώιμης Παιδικής Ηλικίας
Έχει ιδιαίτερη σημασία και για την εκπαιδευτική
πράξη να επισημανθεί, ότι το θέμα της μετάβασης του παιδιού από την
προσχολική στην σχολική εκπαίδευση αποτελεί την τελευταία δεκαπενταετία, ένα
κεντρικό αντικείμενο έρευνας στο διεθνές ερευνητικό πεδίο της Πρώιμης Παιδικής
Ηλικίας, όπως δείχνουν οι ερευνητικές συμβολές από πολλές ευρωπαϊκές χώρες και
ιδιαίτερα τις σκανδιναβικές, αλλά και από τις χώρες της Βορείου Αμερικής, την
Αυστραλία, την Νέα Ζηλανδία και την Σιγκαπούρη (Griebel
& Niesel 2004). Η πλειονότητα των ευρημάτων αυτών των
ερευνών συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι:
Η μετάβαση από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο
αποτελεί για ένα μεγάλο αριθμό παιδιών ένα ρήγμα
στη συνέχεια της διαδικασίας αγωγής και μάθησης, το οποίο μπορεί να έχει
όχι μόνο άμεσες αρνητικές συνέπειες στη συμπεριφορά και στις σχολικές επιδόσεις
των πρώτων σχολικών χρόνων αλλά και μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις στη
διαμόρφωση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας (Βelsky & Mackinnon1994, Kienig 2000) και εμμέσως στην διαμόρφωση της
στάσης προς τη δια βίου μάθηση. Βασικό παράγοντα γεφύρωσης του χάσματος της ασυνέχειας στη διαδικασία αγωγής και
μάθησης κάθε παιδιού σε αυτή τη μετάβαση αποτελεί η ύπαρξη συνεργασίας μεταξύ νηπιαγωγείου και δημοτικού σχολείου. Αναφορικά
με τους παράγοντες που επιδρούν θετικά ή αρνητικά στην ομαλή μετάβαση
επισημαίνεται ότι η επίδραση του κάθε παράγοντα δεν θα πρέπει να θεωρείται ως
μια γραμμική σχέση του τύπου αίτιο-αποτέλεσμα αλλά πρέπει αυτή να εντάσσεται
στο συνολικό πλαίσιο των παραγόντων που αλληλεπιδρούν κυκλικά στην ομαλή μετάβαση.
Ωστόσο παρά τις
παραπάνω ερευνητικά τεκμηριωμένες διαπιστώσεις είναι χρήσιμο να επισημανθεί ότι
το πρόβλημα της μετάβασης συχνά αγνοείται και ακόμη πιο συχνά παρερμηνεύεται,
συγκαλύπτεται ή υποεκτιμάται, για λόγους που σχετίζονται με τον τρόπο και το
χρόνο εκδήλωσης των συμπτωμάτων του προβλήματος, αλλά και για λόγους που συνδέονται
με τη σύγχυση που προκαλεί η αμφισημία του όρου μετάβαση. Στη συνέχεια
παρουσιάζονται σχηματικά οι δυο όψεις της μετάβασης, από τη μια πλευρά η θετική
όψη με τις χαρακτηριστικές λέξεις που την περιγράφουν και από την άλλη η
αντίθετη.
Η αμφισημία του όρου ''μετάβαση''
ΜΕΤΑΒΑΣΗ
Αυτοπεποίθηση, ευχαρίστηση, ◄ ► αβεβαιότητα, άγνοια, άγχος,
χαρά, υπερηφάνεια,
αγωνία, αναστάτωση, ανησυχία,
ικανοποίηση,
απροθυμία, άρνηση, δυσφορία,
κίνητρο για
διατάραξη ισορροπίας,
περαιτέρω ανάπτυξη
ενόχληση, κούραση,
και πρόοδο
νευρικότητα, φοβία, ταραχή,
ταλαιπωρία, στρες, σοκ.
Συχνά δηλαδή οι
δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα ποσοστό παιδιών με την ένταξή του στο σχολείο
δεν είναι άμεσα εμφανείς στην παρατηρήσιμη συμπεριφορά του παιδιού και συχνότερα,
όταν αυτές είναι εμφανείς, παρερμηνεύονται ως ''νευρικότητα αρχαρίων μαθητών'',
ως ''μαθησιακές δυσκολίες'', ως ''πρώτες αρνητικές αντιδράσεις'' κλπ.
Εννοιολογικός
προσδιορισμός του όρου "μετάβαση"
Ο άνθρωπος στην πορεία της ζωής του συχνά καλείται
να αναπροσαρμοστεί σε καινούργια περιβάλλοντα και καταστάσεις. Αυτή η αναπροσαρμογή
μπορεί να χρειαστεί να γίνει σε διάφορα περιβάλλοντα, στο οικογενειακό, στο
σχολικό, στο εργασιακό περιβάλλον. Έτσι π.χ. η γέννηση ενός δεύτερου παιδιού
σε μια οικογένεια, την περίοδο που το μέχρι τότε μοναχοπαίδι της οικογένειας
εντάσσεται στο σχολείο, αλλάζει το οικογενειακό περιβάλλον αυτού του παιδιού, το οποίο την
ίδια περίοδο αλλάζει και σχολικό περιβάλλον. Η αλλαγή αυτή συνεπάγεται
αφενός αλλαγή του ρόλου των γονέων, οι οποίοι με τη γέννηση του
δεύτερου παιδιού έγιναν γονείς δυο παιδιών
και αφετέρου αλλαγή του ρόλου του παιδιού, το οποίο τώρα έχει αδελφό ή αδελφή. Η αλλαγή δηλαδή
της οικογενειακής κατάστασης επέφερε και αλλαγή των ρόλων όλων των μελών της
οικογένειας, τα οποία πρέπει να προσαρμοσθούν στην καινούργια κατάσταση και να
συμπεριφερθούν ανάλογα με τις κοινωνικές προδιαγραφές που επιβάλλουν οι
καινούργιοι ρόλοι.
Επίσης η μετάβαση από ένα περιβάλλον σε άλλο δε
σημαίνει οπωσδήποτε εγκατάλειψη του προηγούμενου περιβάλλοντος,
μπορεί να σημαίνει την διεύρυνση του περιβάλλοντος της δεδομένης χρονικής
περιόδου, όπως για παράδειγμα συμβαίνει όταν ένα παιδί γίνεται μέλος σε καινούργιες
ομάδες παράλληλων εξωσχολικών δραστηριοτήτων. Σε αυτή τη περίπτωση το παιδί
προσαρμόζεται σε διαφορετικά περιβάλλοντα πχ. μουσικής, αθλητισμού, ζωγραφικής, και συμπεριφέρεται ανάλογα με τις
προδιαγραφές του κάθε διαφορετικού ρόλου, ως μουσικός, ως αθλητής, ως
ζωγράφος.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές
ότι οι μεταβάσεις απαιτούν πάντα από το άτομο ικανότητες προσαρμογής, προσωπικό
αναπροσανατολισμό και αλλαγές των συνθηκών ζωής και των περιθωρίων δράσης. Ωστόσο
η ιδιαίτερη σημασία των μεταβάσεων συνίσταται στο γεγονός ότι σχεδόν πάντα
επιφέρουν και αλλαγή των ρόλων[5].
Οι μεταβολές στο σύστημα των ρόλων συνδέονται στενά με αλλαγές της θέσης που
έχει ένα άτομο στον οικογένειά του και στον
κοινωνικό του περίγυρο, γεγονός που έχει ως συνέπεια αλλαγές της
συμπεριφοράς, οι οποίες είναι κοινωνικά καθορισμένες και αναμενόμενες.
Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί, για παράδειγμα, όταν μια γυναίκα γίνει για πρώτη
φορά μητέρα, όταν ένας απλός υπάλληλος
γίνει προϊστάμενος, όταν το μοναχοπαίδι γίνει αδερφός , όταν το νήπιο
γίνει μαθητής, μαθήτρια κτλ.
Έτσι η μετάβαση μπορεί να
αποτελέσει ερέθισμα ή συνακόλουθο αλλαγής και με αυτό τον τρόπο να λειτουργήσει
ως κίνητρο ανάπτυξης. Ωστόσο από το γεγονός και μόνο ότι έγινε μια μετάβαση
δεν πρέπει να οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι επιτεύχθηκε οπωσδήποτε και
ανάπτυξη. Ένα άτομο σε ένα περιβάλλον δεν μπορεί να αναλάβει σοβαρά κανένα
ρόλο, δεν μπορεί να ασκήσει καμία αντίστοιχη του ρόλου δράση και ούτε βέβαια
μπορεί να αναπτύξει νέες διαπροσωπικές σχέσεις, εάν δεν έχει τα ανάλογα
κίνητρα και εάν δεν αποκτήσει μια διαφοροποιημένη και ορθή αντίληψη του
περιβάλλοντός του. Αυτό σημαίνει ότι η μετάβαση του παιδιού από το νηπιαγωγείο
στο δημοτικό σχολείο δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός, το
οποίο αρχίζει και ολοκληρώνεται την πρώτη ημέρα της σχολικής ένταξης αλλά
είναι μια διαδικασία μεγάλου χρονικού διαστήματος, για την ολοκλήρωση
και την επιτυχία της οποίας πρέπει να συνδράμουν πολλοί παράγοντες.
Έτσι η μετάβαση περιγράφεται ως μια πολύπλοκη
διαδικασία κατά την οποία το άτομο μετακινείται από ένα οικείο σε ένα άλλο νέο
περιβάλλον, το οποίο έχει τους δικούς του κανόνες λειτουργίας, στους οποίους
το άτομο οφείλει να προσαρμοστεί. Ωστόσο η προσπάθεια προσαρμογής στις
πολυεπίπεδες αλλαγές, οι οποίες επιβάλλονται ταυτόχρονα από τις προδιαγραφές,
τους κανόνες και τις απαιτήσεις του νέου περιβάλλοντος, βάζουν σε δοκιμασία την
ψυχική αντοχή του ατόμου (Cowen
1993, Fabian 2007).
Η διατάραξη της ισορροπίας
μεταξύ του οικείου περιβάλλοντος από
τη μια πλευρά και του καινούργιου
από την άλλη, οφείλεται στις
διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σε αυτά που το άτομο γνώριζε και μπορούσε να
ανταποκριθεί στο οικείο περιβάλλον και σε εκείνα που απαιτείται να γνωρίζει
και να μπορεί να ανταποκριθεί στο καινούργιο περιβάλλον. Η αποκατάσταση
της ισορροπίας και ο χρόνος που θα χρειαστεί για την επίτευξή της, εξαρτάται
αφενός από το βαθμό της συμβατότητας (της συνέχειας) μεταξύ του οικείου και
του καινούργιου περιβάλλοντος και αφετέρου από το βαθμό στον οποίο το άτομο
προετοιμάστηκε ώστε να είναι σε θέση να προβλέψει, να ελέγξει και να διαχειριστεί
τις αλλαγές τις μετάβασης. Συνεπώς για να είναι ομαλή η μετάβαση από το οικείο περιβάλλον νηπιαγωγείο, στο
καινούργιο περιβάλλον δημοτικό σχολείο, (αποκατάσταση ισορροπίας) θα πρέπει
αφενός να διασφαλιστεί η συμβατότητα μεταξύ των σκοπών, των στόχων και του
Curriculum των δυο εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και αφετέρου θα πρέπει το παιδί να
προετοιμαστεί έτσι ώστε να μπορεί να προβλέψει, να ελέγξει και να
διαχειριστεί τις πολυεπίπεδες αλλαγές
που συνεπάγεται η μετάβαση.
Μετάβαση: πολυεπίπεδες
αλλαγές στο παιδί και τους γονείς του
H μετάβαση από το νηπιαγωγείο στο
δημοτικό σχολείο δεν αφορά μόνο το παιδί αλλά και τους γονείς του, οι οποίοι
βιώνουν και αντιμετωπίζουν μαζί τις πολυεπίπεδες αλλαγές που επιφέρει η
μετάβαση. Συνοπτικά αυτές οι αλλαγές
μπορούν σχηματικά να παρουσιασθούν σε τρία επίπεδα.
Αλλαγές σε ατομικό επίπεδο,
Αλλαγές σε επίπεδο αλληλεπιδράσεων
και
Αλλαγές στο ευρύτερο πλαίσιο.
► Αλλαγές σε ατομικό επίπεδο
του παιδιού
● Αλλάζει η θέση, η ταυτότητα και ο ρόλος του παιδιού, από παιδί του νηπιαγωγείου γίνε- ται παιδί του δημοτικού σχολείου και του αποδίδεται ο ρόλος του μαθητή ή της
μαθήτριας
● Αλλάζει η αυτοαντίληψη του παιδιού (Σωτηρίου & Ζαφειροπούλου
2003). Ο μαθητής, ή η μαθήτρια ορίζεται περισσότερο με βάση αυτό που μαθαίνει και με βάση αυτό που κατάφέρνει δηλαδή με βάση τις ικανότητες /δεξιότητές του/της.
Ωστόσο είναι γνωστό ότι διαφέρει ο ρυθμός της προσαρμογής από παιδί σε παιδί
και από τομέα σε τομέα ανάπτυξης.
● Το παιδί πρέπει να
ισορροπήσει μεταξύ αντιφατικών συναισθημάτων, δεν αισθάνεται μόνο χαρά και
υπερηφάνεια ''γιατί μεγάλωσε και πήγε
στο σχολείο'' αλλά κατακλύζεται και
από συναισθήματα αποχωρισμού και απώλειας (Griebel & Niesel 2002, Margetts 2006, Peters 2000)
των γονέων
Αλλάζει η ταυτότητα των γονέων σε σχέση με την ιδιότητα του
γονέα. Από γονείς παιδιού νηπιαγωγείου γίνονται γονείς παιδιού του δημοτικού
σχολείου. Οι γονείς τον πρώτο καιρό της ένταξης του παιδιού στο σχολείο είναι
απορροφημένοι από τη σκέψη να συμπαρασταθούν στο παιδί τους και συνειδητοποιούν
πολύ αργότερα, ότι και οι ίδιοι έπρεπε αντιμετωπίσουν την αβεβαιότητα που
αισθάνθηκαν στην νέα κατάσταση και ότι
σταδιακά «μπήκαν» στο νέο ρόλο του γονέα
που έχει παιδί στο σχολείο.
► Αλλαγές σε επίπεδο αλληλεπιδράσεων
του παιδιού
● Το παιδί βιώνει την εμπειρία της απώλειας αναφορικά με τα
παιδιά, τις νηπιαγωγούς και την οικεία ατμόσφαιρα του χώρου του νηπιαγωγείου.
● Το παιδί έρχεται σε μια καινούργια τάξη, όπου όλα τα παιδιά
έρχονται για πρώτη φορά και από την άποψη αυτή είναι ''αβοήθητα'' αφού δεν
προϋπάρχει ένας ''παλιός πυρήνας'', όπως συμβαίνει στο νηπιαγωγείο
όπου συνυπάρχουν παιδιά δυο ηλικιών, ο οποίος θα μπορούσε να βοηθήσει τα
καινούργια παιδιά να προσαρμοστούν στις συνθήκες του νέου περιβάλλοντος. Στη
συγκρότηση του δικτύου των διαπροσωπικών σχέσεων απαιτείται η ενεργός
συμμετοχή όλων των παιδιών, το καθένα από τα οποία πρέπει να βρει τη θέση του
σε αυτό. Η διαδικασία συγκρότησης αυτού του δικτύου διευκολύνεται όταν το
παιδί έχει στην καινούργια ομάδα κάποια γνωστά παιδιά.
των γονέων
Οι σχέσεις στην οικογένεια
αλλάζουν με την ένταξη του παιδιού στο σχολείο και λόγω της αυξημένης
προσπάθειας του παιδιού για απόκτηση μεγαλύτερης ανεξαρτησίας. Οι προσδο- κίες που έχουν οι γονείς για το ρόλο του
αρχάριου μαθητή ή της αρχάριας μαθήτριας δεν συμπίπτουν οπωσδήποτε με αυτές που
έχει το σχολείο και ειδικότερα η συγκεκριμένη δασκάλα της πρώτης δημοτικού ( Johansson 2002, Neuman 2002, Brooker 2005, Clark 2007, Peters 2002, Dockett & Perry 2007)
► Αλλαγές στο ευρύτερο πλαίσιο
του παιδιού
● Το παιδί βιώνει τις επιδράσεις
δυο φορέων κοινωνικοποίησης, οικογένεια - σχολείο, οι οποίοι δεν διέπονται
οπωσδήποτε από τις ίδιες αρχές και αξίες με αποτέλεσμα το παιδί, συχνά, να βρίσκεται
σε σύγχυση σχετικά με το πώς πρέπει να συμπεριφερθεί (Neuman 2002:12, Brooker 2005, Dockett & Perry 2007) .
● Επαναπροσδιορίζεται η σχέση με το χρόνο και το χώρο του παιδιού. Το
ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου, τα περιεχόμενα, οι στόχοι και οι μέθοδοι
διαφέρουν από τις εμπειρίες που έχουν τα παιδιά από την οικογένειά τους και από το νηπιαγωγείο (Einarsdόttir
2003, Einarsdόttir 2007).
των γονέων
Οι γονείς προσαρμόζουν το
ημερήσιο, εβδομαδιαίο και ετήσιο πρόγραμμά τους σε αυτό του σχολείου. Εάν με
την μετάβαση του παιδιού στο σχολείο συμπέσει οι γονείς να πρέπει να αντιμετωπίσουν και άλλες
μεταβάσεις, όπως π.χ. η μετάβαση σε μια νέα κατάσταση που δημιουργείται από τη
η γέννηση ενός άλλου παιδιού, η από την ανάληψη ή την απώλεια της εργασίας
τους, ή από ένα διαζύγιο, τότε αυτοί επιβαρύνονται επιπλέον από τις ενδοοικογενειακές
μεταβάσεις.
Μοντέλα μετάβασης και σχολική ετοιμότητα
Όπως είδαμε παραπάνω, η
μετάβαση χαρακτηρίζεται ''από αλλαγές προσώπων, αλλαγές κανόνων, αλλαγές στον
τρόπο και στο ρυθμό εργασίας και πάνω από όλα αλλαγές ρόλων. Οι σχέσεις και ο
ρόλος του παιδιού αλλά και των γονέων αλλάζουν. Καθώς το μέχρι χθες παιδί του νηπιαγωγείου αποκτά το ρόλο του
μαθητή ή της μαθήτριας αλλάζει αντίστοιχα και ο ρόλος των γονέων. Ο βαθμός
ανταπόκρισης των παιδιών, αλλά και των
γονέων, στις προσδοκίες που απορρέουν από τους καινούργιους ρόλους
(μαθητής/τρια - γονέας μαθητή/τριας) εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό: (α) από την ''οικογενειακή
οικολογία'' και τη συνακόλουθη συμβολή της οικογένειας στην μαθησιακή
ετοιμότητα και ψυχολογική ωριμότητα του παιδιού, (β) από το δίκτυο
επικοινωνίας και προετοιμασίας που έχει αναπτυχθεί προληπτικά μεταξύ σχολείου
και οικογένειας (γ) από την προετοιμασία που έχει κάνει το σχολείο για να
υποδεχτεί τα παιδιά και να τα στηρίξει στη διαχείριση των νέων ρόλων και απαιτήσεων
και (δ) από τις επιδράσεις του ευρύτερου κοινωνικο-πολιτιστικού περιβάλλοντος''
(Βρυνιώτη & Ματσαγγούρας 2005:78).
Η μελέτη των παραγόντων, οι
οποίοι αλληλεπιδρούν στη μετάβαση και οι οποίοι αναφέρονται στα παραπάνω
τέσσερα επίπεδα, γίνεται μέσα από διάφορα και εν μέρει διαφορετικά μεταξύ τους
μοντέλα. Αυτά συχνά συνδέουν μεν την μετάβαση στενά με την σχολική ετοιμότητα (Meisels 1999, Pianta et a1. 1999, Yeboah 2002), δίνουν όμως διαφορετικό
εννοιολογικό περιεχόμενο στον όρο ''σχολική ετοιμότητα'' και επίσης διαφοροποιούνται
ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τη μετάβαση και τους παράγοντες
που την διαμορφώνουν (Kagan
& Neuman 1998:
366).
Για τις ανάγκες και την οικονομία
της παρούσας εισήγησης συνοψίζουμε τις
διαφορετικές εκδοχές και παραλλαγές αυτών των μοντέλων σε δυο διαφορετικά
μεταξύ τους μοντέλα, ''το μοντέλο των δεξιοτήτων/ικανοτήτων'' και ''το
οικοσυστημικό/αναπτυξιακό μοντέλο''[6].
Το
μοντέλο των δεξιοτήτων/ικανοτήτων αντιλαμβάνεται τη μετάβαση ως ένα στιγμιαίο
γεγονός, και αποδίδει την ''ευθύνη'' της
προσαρμογής του παιδιού στο σχολείο σε παράγοντες που σχετίζονται μόνο με τα
προσωπικά χαρακτηριστικά του παιδιού και παραβλέπει τους παράγοντες που
σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο αναπτύσσεται
το παιδί. Αυτό το μοντέλο ταυτίζει την
προσαρμογή με την σχολική ετοιμότητα και θεωρεί ότι η σχολική ετοιμότητα είναι
ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του παιδιού και με αυτή την έννοια το παιδί ή έχει ή δεν έχει την δεδομένη στιγμή την
απαιτούμενη από το εκάστοτε σχολείο σχολική ετοιμότητα.
Αντίθετα προς το μοντέλο των
ικανοτήτων/δεξιοτήτων, το οικοσυστημικό- αναπτυξιακό μοντέλο
αντιλαμβάνεται τη μετάβαση ως μια διαδικασία
μεγάλου χρονικού διαστήματος, η
οποία δεν εξαρτάται μόνο από το παιδί αλλά κυρίως από παράγοντες του περιβάλλοντός
του, δηλαδή την οικογένειά του, το νηπιαγωγείο, το δημοτικό σχολείο, και το
ευρύτερο περιβάλλον. Το "Οικολογικό και δυναμικό μοντέλο μετάβασης'' (Rimm-Kaufman & Pianta 2000) έχει
ως αφετηρία του την παραδοχή ότι για την μετάβαση στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση
ευθύνονται πολλά άτομα και ιδρύματα. Επίσης βασική αρχή αυτού του μοντέλου
είναι ότι μεταφέρει από το νηπιαγωγείο
στο δημοτικό σχολείο τον δυναμικό χαρακτήρα των σχέσεων που είχαν αναπτυχθεί
ανάμεσα στα παιδιά, στην οικογένεια, στους εκπαιδευτικούς και στην κοινότητα.
Έτσι η μετάβαση εννοείται ως μια διαδικασία την οποία βιώνουν όλοι
αυτοί οι συμμετέχοντες και όχι ως ένα γεγονός που συμβαίνει στο παιδί.
Κριτήρια για μια επιτυχημένη μετάβαση από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό
σχολείο: πότε η μετάβαση θεωρείται επιτυχημένη;
Όπως είδαμε παραπάνω, υπάρχουν
αντικρουόμενες παραδοχές και ισχυρή αντιπαράθεση αναφορικά με το εννοιολογικό
περιεχόμενο των όρων ''μετάβαση'' και ''σχολική ετοιμότητα'', καθώς και των
παραγόντων που τους καθορίζουν. Αυτή η ''διαμάχη'' μεταφέρεται και στη συζήτηση
σχετικά με τον καθορισμό κριτηρίων ''μιας'' επιτυχημένης μετάβασης, με
αποτέλεσμα ο καθορισμός να γίνεται εξαιρετικά δύσκολος. Είναι προφανές ότι δεν
υπάρχει ''μια'' επιτυχημένη μετάβαση αλλά τόσες όσοι και οι ορισμοί της
επιτυχημένης μετάβασης. Με άλλα λόγια το ερώτημα: ''πότε η μετάβαση από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο θεωρείται
επιτυχημένη'' δεν έχει μια αλλά περισσότερες απαντήσεις, λόγω των διαφορετικών
προσεγγίσεων της ''μετάβασης'' και της ''σχολικής ετοιμότητας'', οι οποίες
προσεγγίσεις ξεκινούν από διαφορετικές επιστημολογικές και ιδεολογικές
αφετηρίες, αναφορικά με την αντίληψη για το ''παιδί'', για τη '' γνώση'' και
για το ρόλο του σχολείου στην κοινωνία (Dunlop 2002:98).
Θεωρούμε ότι το οικοσυστημικό-
αναπτυξιακό μοντέλο, το οποίο σκιαγραφήθηκε παραπάνω, προσφέρει ένα
λειτουργικό εννοιολογικό πλαίσιο για τη μελέτη της μετάβασης και της σχολικής
ετοιμότητας, το οποίο είναι κατάλληλο για την
θεωρητικοποίηση της όλης προβληματικής, για τον καθορισμό κριτηρίων
επιτυχημένης μετάβασης και για την οργάνωση των αναγκαίων παρεμβάσεων.
Ακολουθούμε λοιπόν το
οικοσυστημικό- αναπτυξιακό μοντέλο, οι απαιτήσεις του οποίου συνάδουν με την
παραδοχή ότι:
Η μετάβαση είναι μια δυναμική διαδικασία μεγάλου χρονικού διαστήματος,
η οποία αρχίζει από το νηπιαγωγείο και ολοκληρώνεται κατά τη διάρκεια του
πρώτου ή του δεύτερου σχολικού έτους, όταν
το κάθε παιδί, ανάλογα με τον
προσωπικό ρυθμό ανάπτυξης και τις λοιπές προϋποθέσεις του, ενστερνισθεί την νέα ταυτότητα και τον συνεπαγόμενο από αυτή ρόλο του μαθητή ή της μαθήτριας. Σύμφωνα
με αυτό το εννοιολογικό περιεχόμενο, η μετάβαση θεωρείται επιτυχημένη όταν το
παιδί διαμορφώσει θετική στάση προς το σχολείο, όταν απολαμβάνει την διαδικασία
αγωγής και μάθησης ως ενεργό μέλος της ομάδας των συμμαθητών και συμμαθητριών
του και όταν είναι σε θέση να ανταποκρίνεται δημιουργικά και με ευχαρίστηση
στις απαιτήσεις που απορρέουν από το ρόλο του μαθητή ή της μαθήτριας (Griebel& Niesel 2002: 105)
Επίσης με βάση τις αρχές του
οικοσυστημικού- αναπτυξιακού μοντέλου
Το εννοιολογικό περιεχόμενο της σχολικής
ετοιμότητας είναι πολύ ευρύτερο, πέρα από τις ακαδημαϊκές γνώσεις και δεξιότητες και
απαιτεί, το παιδί να έχει αυτοπεποίθηση,
κοινωνικές δεξιότητες και να είναι ικανοποιημένο από την
ανταπόκρισή του στις απαιτήσεις του σχολικού περιβάλλοντος. Η σχολική
ετοιμότητα δεν καθορίζεται μόνο από
έμφυτες ιδιότητες αλλά κυρίως από επίκτητες, συν-διαμορφώνεται δηλαδή από τις επιδράσεις του φυσικού και του
κοινωνικού περιβάλλοντος και συνεπώς απορρίπτεται
ως χαρακτηριστικό γνώρισμα του παιδιού ή ως κριτήριο επιλογής. Η σχολική ετοιμότητα είναι μια βιωματική
αναπτυξιακή διαδικασία, η οποία αρχίζει στο νηπιαγωγείο, βρίσκεται σε εξέλιξη
όταν το παιδί μεταβαίνει στο δημοτικό σχολείο και συνεχίζει να εξελίσσεται
στα πλαίσια αυτού. Η εξέλιξη της σχολικής ετοιμότητας είναι και αποτέλεσμα του έργου
του δημοτικού σχολείου και όχι
προϋπόθεση ένταξης σε αυτό (Kammermeyer 2000, Faust-Siel 2001). Υπ' αυτή την έννοια το ερώτημα που τίθεται δεν είναι
αν τα παιδιά έχουν την απαιτούμενη από το σχολείο ''σχολική ετοιμότητα'' αλλά αν το σχολείο έχει την ετοιμότητα να
δεχθεί τα παιδιά στην πρώτη δημοτικού. Με άλλα λόγια ''σχολείο για παιδιά, όχι παιδιά για σχολείο'' όπως
επισημαίνει ο Γιάννης Πυργιωτάκης (2007:157)
Η ιδέα αναφορικά με την
ετοιμότητα του σχολείου να δεχθεί τα νεοεισερχόμενα στο σχολείο παιδιά
αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ από το κίνημα ''Σχολεία Ετοιμότητας''[7]. Η
διασφάλιση της συνέχειας των εμπειριών των παιδιών και η αξιοποίησή τους
από το σχολείο αποτέλεσε κεντρικό στόχο του κινήματος. Έτσι τα κύρια χαρακτηριστικά των σχολείων ετοιμότητας
είναι (α) η εξασφάλιση συνέχειας στο αναλυτικό πρόγραμμα μεταξύ βαθμίδων και
τάξεων, που ασφαλώς εξομαλύνει τη μετάβαση, (β) το ευπρόσδεκτο κλίμα για γονείς
και μαθητές/τριες που αναβαθμίζει την αυτοεκτίμηση γονέων και μαθητών/τριων
και θετικοποιεί τις στάσεις τους προς το σχολείο, και (γ) η αμφίδρομη
επικοινωνία και στενή συνεργασία του σχολείου με την οικογένεια, που εξασφαλίζουν
κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και κατανόησης (Βρυνιώτη & Ματσαγγούρας 2005)
Δυσκολίες καθορισμού
κριτηρίων μιας επιτυχημένης μετάβασης
Είδαμε παραπάνω, ότι υπάρχουν
περισσότεροι του ενός ορισμοί της ''επιτυχημένης μετάβασης'', το γεγονός αυτό
συνεπάγεται δυσκολίες για τον καθορισμό κριτηρίων σε δυο επίπεδα. Σε γενικό
επίπεδο η δυσκολία συνίσταται στην επιλογή του ισχύοντος ορισμού, δηλαδή ποιος
ορισμός επιλέγεται ως ισχύων κάθε φορά, και σε ατομικό επίπεδο η δυσκολία
συνίσταται στην εξειδίκευση του ορισμού στην περίπτωση του κάθε παιδιού. Με
άλλα λόγια υπάρχει δυσκολία στο καθορισμό των κριτηρίων, τα οποία πρέπει να
αξιολογούν (να ''μετρούν''), σε ποιους τομείς της ανάπτυξης και πότε είναι
επιτυχημένη η μετάβαση του κάθε
παιδιού, λαμβάνοντας υπόψη (α) τον διαφορετικό ρυθμό ανάπτυξης των ομήλικων
παιδιών και (β) την διαφορετική προσωπική βιογραφία μάθησης, συμπεριλαμβανομένων
των διαφορετικών προϋποθέσεων του οικογενειακού και του ευρύτερου
περιβάλλοντος του κάθε παιδιού.
Είναι προφανές ότι ο/η
εκπαιδευτικός προκειμένου να διαπιστώσει σε ποιο βαθμό είναι επιτυχής η
μετάβαση σε ατομικό επίπεδο, δηλαδή με βάση την προσαρμογή του κάθε παιδιού
ξεχωριστά, οφείλει να ακολουθήσει τις
κατευθυντήριες γραμμές του Υπουργείου Παιδείας, αναφορικά με το τι απαιτείται
από τον μαθητή και την μαθήτρια της πρώτης δημοτικού. Ωστόσο είναι γνωστό ότι
οι κατευθυντήριες γραμμές αυτού του είδους έχουν εξ ορισμού ένα γενικό
χαρακτήρα και συντάσσονται με βάση τη συμπεριφορά και τις επιδόσεις του
''μέσου όρου''. O/η
εκπαιδευτικός όμως της πρώτης τάξης καλείται να εξατομικεύσει τον ''κανόνα της
επιτυχημένης μετάβασης'' στον/ην υπαρκτό/η μαθητή/τρια και όχι στον/στην
μαθητή/τρια κατασκεύασμα των στατιστικών αναλύσεων του ''μέσου όρου'', με
αποτέλεσμα να διαπιστώνει συχνά ότι η συμπεριφορά και η επίδοση του υπαρκτού
μαθητή απέχει πολύ από την συμπεριφορά και την επίδοση του ''μέσου όρου''.
Οι παραπάνω δυσκολίες είναι
σαφείς και στο παράδειγμα του ορισμού που υιοθετούμε στην παρούσα προσέγγιση,
σύμφωνα με την οποία, επιτυχημένη θεωρείται η μετάβαση ''…όταν το κάθε παιδί ενστερνισθεί την νέα ταυτότητα και τον
συνεπαγόμενο από αυτή ρόλο του μαθητή ή
της μαθήτριας''. Εδώ πρώτα απ' όλα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα: ποιες
είναι οι απαιτήσεις/προσδοκίες που απορρέουν από το ρόλο του μαθητή ή της
μαθήτριας της πρώτης τάξης του δημοτικού σχολείου, και αν στο καθορισμό αυτών
των απαιτήσεων /προσδοκιών συμφωνούν μεταξύ τους οι άμεσα εμπλεκόμενοι στη
μετάβαση, δηλαδή οι νηπιαγωγοί, οι δάσκαλοι, οι γονείς και τα παιδιά.
Οι σχετικές έρευνες (Margetts
2006) δείχνουν ότι υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση
στην απάντηση αυτού του ερωτήματος όχι μόνο μεταξύ των εκπαιδευτικών της
προσχολικής και των εκπαιδευτικών της σχολικής βαθμίδας αλλά και μεταξύ των
εκπαιδευτικών της ίδιας βαθμίδας και αναμφίβολα και μεταξύ των εκπαιδευτικών
της ίδιας σχολικής μονάδας. Επίσης διαφορετικά απαντάται το ερώτημα από τη
σκοπιά των εκπαιδευτικών, διαφορετικά από τη σκοπιά των γονέων και πολύ
διαφορετικότερα από τη σκοπιά των παιδιών (Dockett & Perry 1999, Brooker
2005) Έτσι για παράδειγμα άλλοι εκπαιδευτικοί δίνουν υψηλή προτεραιότητα στις κοινωνικές
δεξιότητες που πρέπει, κατά την άποψή τους, να έχουν αναπτύξει τα
παιδιά που πρωτοεισέρχονται στο σχολείο και άλλοι στις ονομαζόμενες ακαδημαϊκές
δεξιότητες. Κατά συνέπεια υπάρχει μεγάλο περιθώριο υποκειμενικής
αυθαιρεσίας στις ερμηνείες και στις προδιαγραφές που δίνονται στο ρόλο του
μαθητή ή της μαθήτριας. Αυτή λοιπόν η διαφοροποίηση στην ερμηνεία του ρόλου
του μαθητή ή της μαθήτριας αποτελεί μια επιπρόσθετη δυσκολία στον καθορισμό
των κριτηρίων ''μιας'' επιτυχημένης μετάβασης.
Ωστόσο με βάση τα δυο κομβικά
σημεία, ''παιδί'' από τη μια πλευρά και ''σχολικοί κανόνες'' από την άλλη θα
πρέπει να εξευρεθούν έγκυρα κριτήρια, τα οποία θα ''μετρούν'' αφενός την συμβατότητα
(την συνέχεια) των απαιτήσεων των δυο εκπαιδευτικών περιβαλλόντων (νηπιαγωγείο- δημοτικό σχολείο) και αφετέρου
την ικανοποίηση του κάθε παιδιού από την δημιουργική ανταπόκρισή του στις
απαιτήσεις των δυο πρώτων τάξεων του δημοτικού σχολείου (Tietze 1998).
Τα κριτήρια της επιτυχημένης μετάβασης σε ό,τι αφορά τη
συμβατότητα των δυο εκπαιδευτικών περιβαλλόντων θα πρέπει να ''μετρούν'' τη
συνέχεια μεταξύ του νηπιαγωγείου και του δημοτικού σχολείου σε επίπεδο:
(α) των οικείων προσώπων
(συμμαθητών και εκπαιδευτικών),
(β) του αναλυτικού προγράμματος
(Curriculum),
(γ) του επικοινωνιακoύ/ διδακτικού στιλ των
εκπαιδευτικών,
(δ) της διευθέτησης του χρόνου
(διδακτικές ώρες)
(ε) της διαρρύθμισης του χώρου,
(ζ) της συμμετοχής των γονέων
στην διαδικασία της μετάβασης.
Σε ό, τι αφορά τον καθορισμό των κριτηρίων ''μέτρησης'' του βαθμού της
ικανοποίησης που αισθάνεται (ή δεν αισθάνεται) το κάθε παιδί από την
δημιουργική ανταπόκρισή του στις απαιτήσεις των δυο πρώτων τάξεων του
δημοτικού σχολείου, είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστεί:
(α) ''ποιες είναι οι
απαιτήσεις'',
(β) τι ορίζεται ως
''δημιουργική ανταπόκριση'' και
(γ) πως θα αξιολογηθεί η
προσαρμογή του κάθε παιδιού με βάση την
προσωπική
βιογραφία μάθησής του. (εξατομίκευση της επιτυχημένης
μετάβασης)
Ενώ δηλαδή
εκείνοι οι οποίοι θεωρούν την σχολική τάξη ως δίκτυο διαπροσωπικών σχέσεων και
ρόλων συμπεριλαμβάνουν στις απαιτήσεις τις πρώτης δημοτικού, εκτός από
την αυτόβουλη ανταπόκριση του παιδιού στα μαθήματα και την ενεργό συμμετοχή του
στα υπόλοιπα δρώμενα της τάξης του, δεν κάνουν το ίδιο εκείνοι οι οποίοι έχουν
μια στατική και μονοδιάστατη αντίληψη
για τη σχολική τάξη. Για αυτούς οι απαιτήσεις περιορίζονται στην ανταπόκριση
του παιδιού στα μαθήματα χωρίς μάλιστα, συχνά, να εξετάζουν σε ποιο βαθμό αυτή
η ανταπόκριση πηγάζει από ενδογενή κίνητρα ή είναι το αποτέλεσμα μιας πολύωρης
και δυσάρεστης για τα παιδιά απογευματινής ''μελέτης'' των κατ΄ οίκον
εργασιών στο σπίτι. Με άλλα λόγια πρέπει να γνωρίζει ο/η εκπαιδευτικός της
τάξης, πότε ένα παιδί γράφει, για παράδειγμα, την ορθογραφία σωστά στο σχολείο
γιατί ασχολήθηκε με αυτή δέκα λεπτά στο σπίτι, και πότε καταφέρνει να τη γράψει
σωστά γιατί καταπονήθηκε με αυτή στο σπίτι για μια δυο ώρες (Βρυνιώτη 2007). Η
προσπάθεια αποσαφήνισης αυτών και άλλων συναφών ερωτημάτων αναδεικνύει και
τις δυσκολίες καθορισμού των κριτηρίων ''μιας'' επιτυχημένης μετάβασης. Ωστόσο
ενώ ο ακριβής καθορισμός αυτών των κριτηρίων είναι δύσκολος δεν συμβαίνει το
ίδιο με την χάραξη γενικών κατευθυντήριων γραμμών, ικανών να προσανατολίσουν
την εκπαιδευτική πράξη προς την κατεύθυνση της επιτυχημένης μετάβασης (βλ.
ΥπΕΠΘ/ΕΥΕ 2008:126)
Ποιες είναι οι δυσκολίες ''προσαρμογής'' των παιδιών στην πρώτη
τάξη, από τη σκοπιά των δασκάλων
Όπως είδαμε παραπάνω οι
δυσκολίες ''προσαρμογής'', κατά τη μετάβαση, οφείλονται κυρίως στο γεγονός ότι
το παιδί έρχεται αντιμέτωπο με πολυεπίπεδες αλλαγές και καλείται να
μάθει γρήγορα καινούργιες συμπεριφορές, ενίοτε δε να ξεμάθει ορισμένες
συνήθειες και γνωστούς τρόπους εργασίας (Dunlop & Fabian 2007: 8). Από τη σκοπιά των
δασκάλων, οι δυσκολίες ''προσαρμογής'' εντοπίζονται στους παρακάτω
παράγοντες:
(α) στον περιορισμό της ελεύθερης
κίνησης των παιδιών μέσα στην τάξη την ώρα του μα-
θήματος, (δεν μπορούν να μείνουν
καθισμένα στη ίδια θέση για μια διδακτική ώρα)
(β) στην συγκρότηση του δικτύου
των διαπροσωπικών σχέσεων στην πρώτη τάξη (δεν
έχουν φίλους, ή δημιουργούνται φιλικές
''κλίκες'', οι οποίες δρουν μεμονωμένα)
(γ) στο διαφορετικό επικοινωνιακό
και διδακτικό στυλ των δασκάλων σε σχέση με αυτό
των νηπιαγωγών, ( π.χ δεν είναι σε θέση
να ακολουθήσουν οδηγίες προς όλους, παρόλο
που ο/η δάσκαλος/α επαναλαμβάνει πολλές φορές μια οδηγία προς όλα τα παιδιά,
άλλα παιδιά δεν ανταποκρίνονται άμεσα και
άλλα δεν ανταποκρίνονται καθόλου.
(δ) στην διαφορετική οργάνωση και
διαχείριση του χρόνου (διδακτικές ώρες, π.χ δεν κατα-
φέρνουν να ολοκληρώνουν την εργασία που
τους ανατίθεται στο προβλεπόμενο χρόνο).
(ζ) στην διαφορετική διαρρύθμιση
του χώρου.
(η) στις διαφορετικές απαιτήσεις των μαθημάτων
της πρώτης δημοτικού σε σχέση με τις
απαιτήσεις των δραστηριοτήτων του
νηπιαγωγείου (Βρυνιώτη 2000, Dunlop&
Fabian
2007)
Τα νεοεισερχόμενα στο δημοτικό σχολείο παιδιά τι πρέπει να γνωρίζουν
και τι πρέπει να είναι σε θέση να
κάνουν;
Για τους λόγους που συζητήθηκαν
παραπάνω, σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να
υπάρξει ούτε μια απολύτως αποδεκτή από όλους απάντηση, ούτε μια απάντηση η οποία να
μπορεί να συμπεριλάβει τις ιδιαίτερες γνώσεις και δεξιότητες που επιβάλλει το
εκάστοτε κοινωνικο- πολιτιστικό πλαίσιο
στα μέλη του και κατ΄ αναλογία και στα νεοεισερχόμενα στο σχολείο παιδιά. Για
παράδειγμα, ένα επτάχρονο παιδί που εντάσσεται στο σκανδιναβικό σχολείο
γνωρίζει και είναι σε θέση να κάνει διάφορα πράγματα που σχετίζονται με το
χιόνι (σπορ κ.α), τα οποία δεν καταφέρνει να κάνει ούτε ένα δωδεκάχρονο παιδί
από την νότια Ευρώπη. Αντιστρόφως ένα επτάχρονο παιδί από την Σικελία, όπου
ανθεί η αμπελοκαλλιέργεια, γνωρίζει και είναι σε θέση να κάνει διάφορα
πράγματα σχετικά με την παραγωγή κρασιού, τα οποία δεν μπορεί ούτε καν να
διανοηθεί ένα δωδεκάχρονο παιδί από τις σκανδιναβικές χώρες. Ωστόσο παρά αυτές
τις πολιτιστικά καθοριζόμενες απαιτήσεις και παρά τις επιστημολογικές και
ιδεολογικές διαφορές που καθιστούν αδύνατη μια αποδεκτή από όλους απάντηση
του εν λόγω ερωτήματος, υπάρχει, διεθνώς, ένα γενικό πλαίσιο συναίνεσης
αναφορικά με τις γνώσεις και δεξιότητες τις οποίες αναμένεται, από όλους, να
έχει αναπτύξει, έστω σε κάποιο βαθμό, το παιδί κατά την ένταξή του στο δημοτικό
σχολείο (Margetts
2006). Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται, εκτός από τις κλασικές ακαδημαϊκές
δεξιότητες και οι παρακάτω ενδεικτικές βασικές επικοινωνιακές/κοινωνικές
ικανότητες.
Επισημαίνεται ότι ο κατάλογος
που ακολουθεί δεν είναι ούτε εξαντλητικός, ούτε αξιολογική σειρά έχει και σε
καμία περίπτωση δεν εννοείται ως κατάλογος προϋποθέσεων εισαγωγής στο δημοτικό
σχολείο. Όπως επισημάνθηκε και παραπάνω η προετοιμασία για την ανάπτυξη αυτών
των ικανοτήτων αρχίζει στο σπίτι και στο νηπιαγωγείο και συνεχίζεται στο
δημοτικό σχολείο. Με αυτή την έννοια το παιδί πρέπει να αναπτύξει τις παρακάτω βασικές
επικοινωνιακές/κοινωνικές ικανότητες:
Ø
να διακρίνει οφθαλμοφανείς κινδύνους και να τους
αποφεύγει,
Ø
να είναι κατανοητός ο τρόπος που μιλάει,
Ø
να αυτοεξυπηρετείται, να έχει αυτόνομη δράση,
Ø
να ακούει με προσοχή τους άλλους,
Ø
να ακολουθεί οδηγίες γενικές αλλά και ατομικές,
Ø
να αρχίζει να κάνει μια καθοδηγούμενη δράση,
αφού πρώτα ακούσει όλες τις οδηγίες,
Ø
να μπορεί να εργάζεται ατομικά αλλά και ομαδικά,
Ø
να ολοκληρώνει την εργασία που αρχίζει,
Ø
να τακτοποιεί τα πράγματά του
Ø
να έχει αυτοκυριαρχία, αυτοέλεγχο και να αντιμετωπίζει τις
συγκρούσεις χωρίς βία,
( όχι δαγκώματα, μπουνιές,
κλωτσιές),
Ø
να περιμένει τη σειρά του αλλά και να την
διεκδικεί,
Ø
να συμπεριφέρεται ως μέλος ομάδας (να σκέφτεται
τον εαυτό του σε σχέση με τους άλλους),
Ø
να ανταποκρίνεται ανάλογα με το ρόλο που έχει σε
κάθε πλαίσιο, πχ ως συμμαθητής/τρια , ως αδελφός/ή, ως φίλος/η, ως
συμπαίκτης/τρια κτλ.
Ø
να είναι πρόθυμο να δοκιμάσει νέες δράσεις, να
διερευνά και να πειραματίζεται,
Ø
να παίρνει πρωτοβουλίες,
Ø
να μιλάει για ό,τι του αρέσει και το αντίστροφο,
Ø
να κατανοεί ότι το ''χάνω'' είναι κανόνας του
παιχνιδιού όπως και το ''κερδίζω'',
Ø
να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του
(αυτοπεποίθηση),
Ø
να τηρεί τους κανόνες
Ø
να αναλαμβάνει ευθύνη προσωπική και ομαδική,
Ø
να παίρνει αποφάσεις, να τις δικαιολογεί και να
τις υλοποιεί,
Ποιοι παράγοντες εμποδίζουν την εν δυνάμει συνεργασία, από τη σκοπιά
των νηπιαγωγών και των δασκάλων
Αναφορικά με την συνεργασία
μεταξύ νηπιαγωγών και δασκάλων και τους
παράγοντες που διευκολύνουν ή δυσχεραίνουν
αυτή τη συνεργασία στην Ελλάδα, η έρευνα της Κ. Βρυνιώτη (2000:338)
διαπίστωσε ότι ''δεν υπάρχει συνεργασία μεταξύ των (…) νηπιαγωγών και δασκάλων/σσών
στην (Ελλάδα). Οι ελάχιστες περιπτώσεις συγκυριακής και αποσπασματικής
συνεργασίας με αφορμή σχολικές γιορτές παρουσιάζουν ασφαλώς ενδιαφέρον ως
εκδηλώσεις πρωτοβουλιών συνεργασίας σε προσωπικό επίπεδο. Δεν συνιστούν όμως
αυτές οι δράσεις προγραμματισμένη, συστηματική και μόνιμη συνεργασία.'' Στην
ίδια έρευνα βρέθηκε ότι οι κυριότεροι παράγοντες που εμποδίζουν τη συνεργασία
είναι οι παρακάτω, σύμφωνα με την συχνότητα που αναφέρθηκαν από τους
εκπαιδευτικούς (σελ. 324)
(α) Το ασύμβατο ωράριο λειτουργίας του Δημοτικού Σχολείου και
του Νηπιαγωγείου και
η έλλειψη
χρόνου των εκπαιδευτικών.
(β) Οι διαφορετικοί
στόχοι και οι απορρέουσες από αυτούς διαφορετικές προσδοκίες των
δυο ιδρυμάτων
για το παιδί.
(γ) Η απόσταση της
προσχολικής από τη σχολική μονάδα.
(δ) Οι προκαταλήψεις της άλλης πλευράς (απαξιωτική στάση).
(ε) Έλλειψη καθοδήγησης από πλευράς των σχολικών συμβούλων,
(ζ) Απουσία κρατικής προσπάθειας.
Αναφορικά με την απόσταση των
κτηρίων του νηπιαγωγείου και του δημοτικού σχολείου ως παράγοντα που δυσκολεύει
τη συνεργασία δεν πρέπει να εξαχθεί το λανθασμένο συμπέρασμα ότι η συστέγαση
των δυο κτηρίων ή η γειτνίαση στο χώρο, από μόνες τους, θα διευκόλυναν την
συνεργασία, αν υπάρχουν προβλήματα με τη στενότητα του χώρου ή με την
χρηματοδότηση των δυο ιδρυμάτων. Σύμφωνα με τις δηλώσεις των εκπαιδευτικών της
ίδιας έρευνας η συστέγαση μπορεί να είναι αρνητικός παράγοντας στην συνεργασία
''διότι το δημοτικό σχολείο επιθυμεί να διώξει το νηπιαγωγείο για να μην
ενοχλείται'' (σελ. 316).
Ωστόσο, θα πρέπει να
επισημανθεί ότι στην Ελλάδα οι θεσμικές προϋποθέσεις για την επίτευξη μιας ισότιμης
συνεργασίας μεταξύ του νηπιαγωγείου και δημοτικού σχολείου είναι εξαιρετικά
ευνοϊκές δεδομένου ότι: α) τα δυο εκπαιδευτικά ιδρύματα υπόκεινται στην αρμοδιότητα
του ίδιου υπουργείου, του ΥπΕΠΘ, και β)οι
δυο βασικοί δυνάμει συνεργάτες (νηπιαγωγός-δάσκαλος) απολαμβάνουν το ίδιο κοινωνικό
και επαγγελματικό στάτους (σπουδές, εργασιακό καθεστώς, μισθολογικές
απολαβές). Αυτό το γεγονός αποτελεί κομβική και άριστη προϋπόθεση για την
θεσμοθέτηση της συνεργασίας των δυο ιδρυμάτων στην Ελλάδα, όταν μάλιστα αυτό
αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα της
Ελλάδας έναντι άλλων χωρών.
Στόχοι και προοπτικές
Από τη μελέτη των δεδομένων της
διεθνούς έρευνας και την διερεύνηση της κατάστασης που επικρατεί στην Ελλάδα,
αναφορικά με το θέμα της μετάβασης και συνεργασίας μεταξύ του νηπιαγωγείου και
του δημοτικού σχολείου προκύπτουν και οι στόχοι της παρούσας προσπάθειας για
επίτευξη συνεργασίας μεταξύ των δυο εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και διαγράφονται
έτσι και οι προοπτικές της.
Βασικός στόχος της παρούσας
προσπάθειας είναι να βοηθήσει τους εκπαιδευτικούς να σχηματίσουν μια σφαιρική αντίληψη για το
θέμα της μετάβασης από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο και της συνεργασίας
μεταξύ των δυο ιδρυμάτων, ως κοινωνικού, πολιτιστικού, πολιτικού και
εκπαιδευτικού ζητήματος, το οποίο αφορά στην οργανική σύνδεση του νηπιαγωγείου με το δημοτικό
σχολείο, υπό το πρίσμα της μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος από κάτω προς τα επάνω (από το
νηπιαγωγείο έως το λύκειο).
Είναι προφανές ότι η οργανική
σύνδεση του νηπιαγωγείου με το δημοτικό σχολείο δεν αφορά μόνο την συνοχή και
την συνέχεια σε επίπεδο αναλυτικού προγράμματος και διδακτικής μεθοδολογίας
αλλά αφορά πρωτίστως την χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής για την
θέσπιση ενός πλαισίου συνεργασίας των ιδρυμάτων προσχολικής και
σχολικής εκπαίδευσης (Dunlop&
Fabian 2007). Αυτό
σημαίνει ότι οι προσπάθειες επίτευξης αυτού του στόχου πρέπει πρώτα απ' όλα
να προσανατολίζονται προς τη διαμόρφωση μιας κουλτούρας συνεργασίας
μεταξύ των δυο ιδρυμάτων. Συνεπώς οποιαδήποτε ''εφαρμογή'' δραστηριοτήτων
συνεργασίας, τυχαίων, αποσπασματικών, απρογραμμάτιστων, συγκυριακών, απόκομμένων
από ένα
ενιαίο πρόγραμμα ισότιμης συνεργασίας μεταξύ του
νηπιαγωγείου και του δημοτικού σχολείου, δεν συνάδει με το πνεύμα των πορισμάτων
της διεθνούς έρευνας, διότι σε τέτοιου είδους ''εφαρμογές'' ελλοχεύει ο
κίνδυνος του αποπροσανατολισμού, του ευτελισμού, του εφησυχασμού και της
αφελούς αυταρέσκειας (Siraj-Blatchford, et al. 2005, Dunlop & Fabian 2007)
.
Επίσης είναι παλιά η διαπίστωση (Fthenakis 1979) -και δεν χρειάζεται
εμείς να ακαλύψουμε για μια ακόμη φορά τον τροχό- ότι οποιαδήποτε
γραφειοκρατικού τύπου ''διεκπεραίωση'' δραστηριοτήτων μετάβασης και
συνεργασίας ελάχιστα έχει να προσφέρει στην ομαλή μετάβαση των παιδιών από το
ένα ίδρυμα στο άλλο. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό και την πεποίθηση, ότι οι
εκπαιδευτικοί ελάχιστα ενδιαφέρονται για την ''εφαρμογή συνταγών'' αποκομμένων
από το ευρύτερο κοινωνικό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό γίγνεσθαι, αλλά ως
ερευνητές στην τάξη τους και ως ''μέτοχοι της επικοινωνιακής σχέσης των
παιδιών'' (Χρυσαφίδης 2004: 264) δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επιστημονική
τεκμηρίωση της εκπαιδευτικής πράξης, οι επιμέρους στόχοι των προσπαθειών μας θα
πρέπει να είναι,
οι εκπαιδευτικοί να:
► Να γνωρίσουν την προβληματική
της μετάβασης από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό
σχολείο στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής
ιστορικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και οικο-
νομικής εξέλιξης.
► Να συνειδητοποιήσουν τις δυσκολίες
αλλά και τις αναπτυξιακές προκλήσεις που δημι
ουργεί η διακοπή της συνέχειας (η
ασυνέχεια) στη διαδικασία αγωγής και
μάθησης το
παιδιού κατά τη μετάβαση από το
νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο.
► Να
αναλογιστούν τις επιπτώσεις που έχει η
μη ομαλή μετάβαση στην περαιτέρω
σχολική πορεία του παιδιού αλλά και στη διαμόρφωση
της προσωπικότητάς του.
► Να
προβληματιστούν, από τη σκοπιά των δικαιωμάτων των παιδιών ως πολιτών, για τη
σχέση των δυσκολιών της μετάβασης με την
πρόληψη της σχολικής αποτυχίας και την
διαμόρφωση θετικής στάσης προς τη δια
βίου μάθηση, στην αφετηρία της θεσμοθετη-
μένης υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
►
Να προβληματιστούν για κομβικά θέματα της μετάβασης/συνεργασίας όπως
για παρά
δειγμα το θέμα της σχολικής ετοιμότητας στο
πλαίσιο της οικοσυστημική προσέγγισης
του Urie Bronfenbrenner (οικογένεια,
νηπιαγωγείο, δημοτικό σχολείο, τοπική κοινωνία).
► Να αντιπαρατεθούν με ζητήματα σχετικά
με την οργανική σύνδεση νηπιαγωγείου
δημοτικού σχολείου και να
συνειδητοποιήσουν τις ευνοϊκές θεσμικές
προϋποθέσεις
που έχει η Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για μια ισότιμη και
βιώσιμη
συνεργασία μεταξύ των δυο εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
► Να διαμορφώσουν άποψη για την
απάντηση του ερωτήματος: Είναι ανταγωνιστική η
σχέση ''συνέχειας''
- ''ασυνέχειας'' κατά τη μετάβαση του παιδιού από το νηπιαγωγείο
στο δημοτικό σχολείο; (Πόση ''συνέχεια''
πρέπει να επιδιώκεται σε αυτή τη
μετάβαση;)
►
Να αποκτήσουν γνώσεις και δεξιότητες σχετικές με τον σχεδιασμό, την οργάνωση,
την
υλοποίηση και την αξιολόγηση προγραμμάτων
ομαλής μετάβασης και συνεργασίας
μεταξύ των δυο ιδρυμάτων,
► Να
σχεδιάσουν, να οργανώσουν και να
εφαρμόσουν το κατάλληλο κατά περίπτωση
πρόγραμμα μετάβασης συνεργασίας,
δοκιμάζοντας διάφορες δράσεις και στρατηγικές
υιοθετώντας μια στάση αναστοχασμού
σχετικά με αυτές, στο πλαίσιο της αξιολόγησης
του συνολικού προγράμματος ομαλής
μετάβασης και συνεργασίας μεταξύ των δυο
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.
Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία
Βρυνιώτη, Κ. (1999) Η συνεργασία νηπιαγωγών και δασκάλων/σσων ως
παράγοντας διαμόρφωσης ισότητας ευκαιριών κατά τη μετάβαση των παιδιών από το
Νηπιαγωγείο στο Δημο τικό Σχολείο στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Στο: Πρακτικά του Η΄ Διεθνούς Επιστημονικού
Συνεδρίου της Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος (Ιωάννινα, 17-19/10/1997),
Αθήνα. 611-625
Βρυνιώτη, Κ. (2000) Θεσμικός
διαχωρισμός και συνεργασία μεταξύ Νηπιαγωγείου και Πρωτοβάθμιου Σχολείου στη
Γερμανία και στην Ελλάδα. Εμπειρική – συγκριτική προσέγγιση των απόψεων
Ελλήνων και Γερμανών εκπαιδευτικών. Διδακτορική Διατριβή, ΠΤΔΕ, έκδοση Πανεπιστημίου Αθηνών.
Βρυνιώτη, Κ. & Ματσαγγούρας, Η. (2005). Μετάβαση από το Νηπιαγωγείο
στο Δημοτικό Σχολείο: Μια οικοσυστημική ερευνητική προσέγγιση των κοινωνικών
σχέσεων των αρχάριων μαθητών και μαθητριών στην σχολική τάξη. Παιδαγωγική
Επιθεώρηση, 40, 78-102.
Βρυνιώτη, Κ. (2007) Σχολική
ένταξη και οικογένεια: Μια ερευνητική προσέγγιση των εμπειριών των παιδιών στην
αφετηρία της σχολικής ζωής, από τη σκοπιά των γονέων. Επιστήμες Αγωγής, 2, Αθήνα, 67-87
Γέρου, Θ. (1988). Ο λειτουργικός αναλφαβητισμός και οι αιτίες που τον
προκαλούν. Στα: Πρακτικά του 1ου
Ευρωπαϊκού Συνεδρίου με θέμα: Η αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού στις χώρες/μέλη
της ΕΟΚ σήμερα. ΓΓΛΕ-ΕΕΚ Αθήνα.
Γεωργίου-Νίλσεν Μ. & Δραγώνα. Θ.: Η σχολική ετοιμότητα – ένα
τεστ, μια έρευνα. Σύγχρονη Εκπαίδευση,
1983, 12.
Μπουζάκης, Σ. &
Γεωργογιάννης (1991). Σχολική Ένταξη. Αθήνα: Σμυρνιωτάκης.
Ματσαγγούρας, Η. (1998). Η
σχολική τάξη, Αθήνα: Έκδοση του συγγραφέα
Μπαγάκης, Γ. κ.α. (2006). Η
ομαλή μετάβαση των παιδιών από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό
και η προσαρμογή τους στην Α' τάξη. Αθήνα:
Μεταίχμιο
Πανταζής, Σ. (1991). Προβλήματα μετάβασης του παιδιού από το Νηπιαγωγείο
στο Σχολείο,
Σύγχρονη Εκπαίδευση, 58, 45-58.
Παντελιάδου, Σ. (2000). Μαθησιακές
δυσκολίες και εκπαιδευτική πράξη: Τι είναι και γιατί Αθήνα: Ελληνικά
Γράμματα.
Παπαντωνίου κ.α. (2004). Οι
απόψεις των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης για
τις δυσκολίες προσαρμογής των παιδιών κατά
τη μετάβαση τους από νηπιαγωγείο στο
δημοτικό σχολείο, Μακεδνόν, 13,
43-56.
Πετρογιάννης, Κ. (2003). Η
μελέτη της ανθρώπινης ανάπτυξης: οικοσυστημική προσέγγιση.
Παρουσίαση
της θεωρίας του Uri Bronfenbrenner
με βάση ευρήματα από τη διεθνή έρευνα.
Αθήνα: Καστανιώτης.
Πορίσματα Διήμερης Παιδαγωγικής Συνάντησης, Θέμα: από το Νηπιαγωγείο
στο Δημοτικό
(1989). Ανοιχτό Σχολείο, 24, 15-25 και 31.
Πυργιωτάκης, Ι. (2007).
Κοινωνία και Κοινωνικοποίηση. Στο: ΟΕΠΕΚ, Ταχύρρυθμο Επιμορφωτικό
Πρόγραμμα με τίτλο: "Συσχετισμός
Οικογενειακού-Κοινωνικού Πολιτισμικού Περιβάλλοντος στη σχολική επίδοση του
παιδιού" για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. 143-162.
Σωτηρίου, Α. & Ζαφειροπούλου, Μ.(2003) Αλλαγές στην έννοια του
εαυτού των παιδιών κατά τη μετάβασή τους από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό
Σχολείο. Στο:Ψυχολογία10, 1, 96-118
Τοκμακίδου, Ε. (2005). Εκτίμηση
των δυσκολιών μετάβασης από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό Σχολείο, ως μία
πολυεπίπεδη διαδικασία. Διπλωματική εργασία ΤΕΠΑΕ, ΑΠΘ.
Υπ.Ε.Π.Θ. (2008α) Κεντρικό επιμορφωτικό σεμινάριο στελεχών της
εκπαίδευσης. Εισηγήσεις σε ημερίδα με θέμα: Το
Ολοήμερο Νηπιαγωγείο. Αθήνα 24/ 01/2008
ΥπΕΠΘ/ΕΥΕ (2008β) Οδηγός Ολοήμερου Νηπιαγωγείου
Χρυσαφίδης, Κ. (2004). Επιστημολογικές
Αρχές της Προσχολικής Αγωγής. Αθήνα: Τυπωθήτω- Γιώργος Δαρδανός.
Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία
Belsky,
J. & Mackinnon, C. (1994). Transition to school: Development trajectories
and school experiences. Early Education and Development, 5, 2, 106-119.
Bronfenbrenner, U. (1993). Die Ökologie der
menschlichen Entwicklung. Frankfurt am Main : Fischer Taschenbuch
Verlag.
Brooker, L. (2005) Learning to be a child:
Cultural diversity and early years ideology. In: Yelland (ed.) Critical Issues in Early Childhood Education.
Maidenhead: Open University Press/McGraw-Hill
Cowen, E.L. et al. (1993).
Follow-up study of young stress-affected and stress-resilient urban children. In:
Development and Psychopathology.
5, 517-528.
Dockett,
S. & Perry B. (1999).Starting
School : What Do the Children Say. Early Child Development and Care, 159, 107-119.
Dockett,
S. & Perry B.
(2007). Children's transitions to school: changing expectations. In: Dunlop, A.-W. & Fabian, H.
(Eds.), Informing transitions in the early years. London : Open University Press. 92-104.
Downer,
J./Driscoll, K. and Pianta, R.(2006) Transition from
Kindergarten to first Grade, in:Gullo,D-F(ed.)''K-Today:Teaching and Learning in the Kindergarten Year''. Washington ,DC :National
Association for the Education of Young Children (NAEYC)151-160.
Dunlop, A-W. (2002)
Perspectives on children as learners in the transition to school. In: Fabian & A.-W. Dunlop
(Eds.), Transitions in the earl years.
London :
Routledge Falmer. 98-110
Dunlop,
A-W. & Fabian, H. (2002). Conclusions. Debating transitions, continuity and
progression in the early years. In H. Fabian, A-W. Dunlop (Eds.). Transitions in the early years. London and New
York : Routledge Falmer. 146-154
Dunlop,
A-W. & Fabian, H. (2007) ''Informing transitions in the early years''.
Berkshire : Open University Press
Einarsdόttir, J. (2003). Charting a smooth
course: Transition from playschool to primary school in Iceland . In Broström, S.& Wagner,
J. (Eds.), Early childhood education in
five Nordic countries. Perspectives on the transition from preschool to school
(pp. 101-127). Arhus ,
DK: systime.
Einarsdόttir, J. (2007). Children's voices
on the transition from preschool to primary school, in: Dunlop, A.-W. &
Fabian, H. (Eds.), Informing transitions in the early years. London : Open University
Press.74-91
Fabian, H. (2002).
Empowering children for transitions. In H. Fabian, A-W. Dunlop (Eds.). Transitions in the early years. London and New
York : Routledge Falmer. 123-134
Faust-Siehl, G. &
Speck-Hamdan, A. (Hrsg.) (2001). Schulanfang ohne Umwege. Frankfurt am
Main: Grundschulverband – Arbeitskreis Grundschule.
Fthenakis, W. (1979)
Aktivitäten des Europarates im Bereich des Übergangs vom Kindergarten zur
Grundschule. In Wehrfritz (Hrsg.)
Kooperation Elementar-und Primarbereich. Rodach bei Coburg: Wehrfritz. 9-38
Griebel, W. &
Niesel, R. (2002). Co-constructing transition into kindergarten and school by
children, parents and teachers. In H. Fabian, A-W. Dunlop (Eds.), Transitions in the early years. London and New
York : Routledge Falmer. 64-75
Griebel, W. &
Niesel, R. (2004). Transitionen. Weinheim: Beltz.
Grossmann, W.(1987). Kindergarten. Weinheim: Beltz
Horn, H-A & Thiemel, F.
(1982). Zur Entwicklung von Kindergarten und Grundschule in ihrem Verhältnis
zueinander, in: Horn, H-A. (Hrsg.), Kindergarten
und Grundschule arbeiten zusammen, Frankfurt a.M. Arbeitskreis Grundschule.
Johansson, I. (2002). Parents’ views of transition to school and
their influence in this process. In: Fabian, H. & Dunlop, A.-W. (Eds.)
(2002). Transitions in the Early Years. London , New York :
RoutledgeFalmer.76-86.
Kagan, S.L., &
Newman, M.J. (1998). “Lesson from three decades of transition research”, Elementary School Journal, 98, 4,
365-379.
Kammermeyer, G. (2000) Schulfähigkeit.
Bad Heilbrunn:
Klinkhardt.
Kienig, A. (2002)
The importtance of social adjustment for future success. In Fabian, H. & Dunlop, A.-W. (Eds.) (2002). Transitions in the
Early Years. Debating continuity and
progression for children in early education .London ,
New York :
RoutledgeFalmer.23-3
Margetts, K. (2006). "Teachers should explain what they
mean": What new children need to know about starting school. Summary
of paper presented at the 16th Annual Conference Reykjavik, Iceland, 30 August
– 2 September.
Meisels, S.J. (1999).
Assessing readiness. In: The Transition to Kindergarten. Baltimore : Paul H.
Brookes Publishing.
Neuman, M. (2002) The
wider context. An international overview of transition issues. In: Fabian &
A.-W. Dunlop (Eds.), Transitions in the
earl years. London:
Routledge Falmer. 8-22
Oberhuemer, P. (2004).
Bildungskonzepte für die frühen Jahre in internationaler Perspektive, in:
Fthenakis, W. & Oberhuemer, P. (Hrsg.), Frühpädagogik
international. Wiesbaden : Verlag für Sozialwissenschaften.
358-383
OECD (2006) Starting Strong II. Early Chidhood Education and Care Paris : Organization for Economic Co-οperation and
Development.
Peters, S. (2000). Multiple
perspectives on continuity in early learning and the transition to school, Tenth European Early Childhood Research
Association Conference, London
29 August – 1 September.
Pianta, R. C. &
Walsh, D.J. (1996) High-risk children in
schools: Constructing sustaining relationships. Neu York: Routledge,
Kegan-Paul.
Pianta, R. C./ Rimm-Kaufmann, S.E. & Cox,
M.J. (1999). Introduction:
An ecological approach to kindergarten transition. In Pianta, R. C. & Cox,
M.J. (Eds.), The transition to
kindergarten. Baltimore :
Paul H. Brookes. 3-12
Pianta, R.C., et al.
(1999). Kindergarten teachers’ practices related to the transition to school:
Results on a national survey. Elementary School Journal, 100, (1) 71-86.
Rimm-Kaufman, S.E.
and Pianta, R.C. (2000). An Ecological Perspective on the Transition to
Kindergarten: A Theoretical Framework to Guide Empirical Research. Journal
of Applied Developmental Psychology, 21, 5, 491-511.
Shore, R. (1998). Ready schools. Washington , DC :
National Education Goals Panel. http://www.negp.gov/Reports/readysch.pdf.
Siraj-Blatchford, I. et al.
(2005) Das Projekt ''The
Effective Provision of Pre-school Education'': Wirksame Bildungsangebote im
Vorschulbereich – EPPE. In: Hammes-Di Bernardo & Hebenstreit-Müller,
S.(2005) (Hrsg.). Innovationsprojekt
Frühpädagogik. Hohengehren: Schneider
Tietze, W.( 1973) Chancengleichheit bei Schulbeginn.
Düsseldorf
Tietze,
W. (1998) (Hrsg.) Wie gut sind unsere
Kindergärten? Berlin: Luchterhand
Vrinioti, K. (2003). “Die
Zusammenarbeit zwischen Kindergarten und Primarschule in Deutschland (Hessen) und in Griechenland.Eine
empirisch-komparative Untersuchung der Einstellungen und der Zusammenarbeit von
Kindergartenerzieher(inne)n und Primarschullehrer(inne)n in beiden Ländern”, Tertium
Comparationis, 9(2), 139-161.
Vrinioti, K. &
Matsagouras, E. (2005). The Transition from Kindergarten to School: Social
Life and Learning in the School Class from the Perspective of the Beginners. http://www.leeds.ac.uk/educol/documents/150041.htm
Yeboah, D.A. (2002). Enhancing transition from early
childhood phase into primary education: evidence from the research literature. Early
Years, 22, 51-68.
[1] Η θεματική της παρούσας
εισήγησης αναπτύσσεται εκτενώς στο: ΥπΕΠΘ/ΕΥΕ (2008β) ''Οδηγός
Ολοήμερου
Νηπιαγωγείου'' 3ο κεφάλαιο (σελ.
99-152).
[2] Σε ένα υποστηριζόμενο από την ΕΕ πρόγραμμα με
τίτλο Early Years Transition Programme
(EASE), συμ-
μετέχει και
η Παιδαγωγική Σχολή του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Στα πλαίσια αυτού
προγράμ-
ματος
προσφέρεται για δυο συνεχή εξάμηνα ένα κοινό
μάθημα στους φοιτητές και τις φοιτήτριες των δυο
παιδαγωγικών
τμημάτων, του ΠΤΝ και του ΠΤΔΕ. Κεντρικό στόχο του μαθήματος αποτελεί η
συνεργασία
των
μελλοντικών εκπαιδευτικών των δυο βαθμίδων.
[3] Βλ. τα πορίσματα της διήμερης παιδαγωγικής
συνάντησης με θέμα: Από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό,
στο
περιοδικό ''Aνοιχτό
σχολείο'', 1989. Επίσης, Πανταζής, 1991,
Μπουζάκης, & Γεωργογιάννης, 1991.
Τοκμακίδου 2005, Παπαντωνίου κ.α 2004,
Μπαγάκης κ.α. 2006
[5] Για τέτοιου είδους μεταβάσεις, οι οποίες επιφέρουν αλλαγές στο σύστημα των ρόλων ο Bronfenbrenner (1979) χρησιμοποιεί τον όρο ''οικοσυστημική-αναπτυξιακή μετάβαση'', βλ . και Πετρογιάννης 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου