Νυχτωμένοι στρατοκόποι,
στα σκοτάδια που γυρνάτε,
στα σκοτάδια που γυρνάτε,
σαν τι να ’ναι που ζητάτε;
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι
μεσ’ στο σκοτεινό στρατί
τ’ ανηφορικό, γιατί;
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι
μεσ’ στο σκοτεινό στρατί
τ’ ανηφορικό, γιατί;
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
Να! Σε λίγο αρχίζ’ η μπόρα:
Σύγνεφα, βροντή, καπνός.
Και το λιγοστό αστροφώς
που σιγοφέγγει τώρα
όπου ναν’ κι αυτό θα σβύσει.
Και σεις τρέχετε, γυρνάτε,
λες και βιάζεστε να πάτε
σε νυκτερινό μεθύσι.
Σύγνεφα, βροντή, καπνός.
Και το λιγοστό αστροφώς
που σιγοφέγγει τώρα
όπου ναν’ κι αυτό θα σβύσει.
Και σεις τρέχετε, γυρνάτε,
λες και βιάζεστε να πάτε
σε νυκτερινό μεθύσι.
....................................
-Τι ζητάμε; Φως, διαβάτη;
Είν’ ο πόθος ο βαθύς
κάθε ανθρώπινης ψυχής.
Σαν ποιο ναν’ το μονοπάτι,
που στο Φως θε να μας φέρει;
Αχ! κανείς μας δεν το ξέρει.
Είν’ ο πόθος ο βαθύς
κάθε ανθρώπινης ψυχής.
Σαν ποιο ναν’ το μονοπάτι,
που στο Φως θε να μας φέρει;
Αχ! κανείς μας δεν το ξέρει.
Φως ζητάμε, Φως διαβάτη.
Πήραμ’ ένα γιδοστράτι
Και χαθήκαμε στα σκότη,
απ’ την πρώτη μας τη νιότη,
και ζητάμε κι όλο πάμε
κι όσο πάμε και ζητάμε.
Πήραμ’ ένα γιδοστράτι
Και χαθήκαμε στα σκότη,
απ’ την πρώτη μας τη νιότη,
και ζητάμε κι όλο πάμε
κι όσο πάμε και ζητάμε.
Πόσα χρόνια πάνε τώρα;
Χίλια; Δυό χιλιάδες; Τρεις;
Μέτρησέ μας τα αν μπορείς.
Με την ίδια πάντα φόρα,
Στο σκοτάδι, στ’ αστροφώς,
τριγυρνάμε σαν αλήτες,
νυχτωμένοι, παρωρίτες,
και γυρεύουμε το Φως.
Χίλια; Δυό χιλιάδες; Τρεις;
Μέτρησέ μας τα αν μπορείς.
Με την ίδια πάντα φόρα,
Στο σκοτάδι, στ’ αστροφώς,
τριγυρνάμε σαν αλήτες,
νυχτωμένοι, παρωρίτες,
και γυρεύουμε το Φως.
Πήγαμε στη Βαβυλώνα,
στο Θιβέτ, στην Καρχηδόνα,
στης Αιγύπτου τις ερμιές.
...................................
ως την Κίνα κι ως τη Ρώμη.
στο Θιβέτ, στην Καρχηδόνα,
στης Αιγύπτου τις ερμιές.
...................................
ως την Κίνα κι ως τη Ρώμη.
Τίποτα! Νεκρές ελπίδες!
Δεν ευρήκαμε παρά
λιγοστές χλωμές ακτίδες.
Φως ζητάμε, Φως, διαβάτη.
.....................................
Δεν ευρήκαμε παρά
λιγοστές χλωμές ακτίδες.
Φως ζητάμε, Φως, διαβάτη.
.....................................
Ήταν φώτα, χίλια φώτα
μα δεν ήτανε το Φως…
μα δεν ήτανε το Φως…
Και κινήσαμε και πάλι
Και ριχτήκαμε ξανά
στα λαγκάδια, στα βουνά,
στα σκοτάδια και στην πάλη.
Και ριχτήκαμε ξανά
στα λαγκάδια, στα βουνά,
στα σκοτάδια και στην πάλη.
Και γυρνάμε σαν αλήτες,
νυχτωμένοι παρωρίτες
στο σκοτάδι, στ’ αστροφώς.
Αχ! πονόψυχε διαβάτη,
πες εσύ, ποιο μονοπάτι,
θα μας φέρει προς το Φως;
νυχτωμένοι παρωρίτες
στο σκοτάδι, στ’ αστροφώς.
Αχ! πονόψυχε διαβάτη,
πες εσύ, ποιο μονοπάτι,
θα μας φέρει προς το Φως;
-Κουρασμένοι στρατοκόποι,
που σας είδαν τόσοι τόποι,
....................................
πάρτε και το μονοπάτι
το φτωχό, που θα σας βγάλει
προς της Βηθλεέμ τη χώρα.
που σας είδαν τόσοι τόποι,
....................................
πάρτε και το μονοπάτι
το φτωχό, που θα σας βγάλει
προς της Βηθλεέμ τη χώρα.
Είν’ το ίδιο το στρατί
το ματόβρεχτο που φθάνει
στο μαρτυρικό στεφάνι
κι ως το Γολγοθά κρατεί.
Ακολουθάτε το, ακολουθάτε:
Απ’ τη Φάτνη ως το Σταυρό
μπόρεσα και γω να βρω
τ’ άυλο Φως π’ αναζητάτε.
το ματόβρεχτο που φθάνει
στο μαρτυρικό στεφάνι
κι ως το Γολγοθά κρατεί.
Ακολουθάτε το, ακολουθάτε:
Απ’ τη Φάτνη ως το Σταυρό
μπόρεσα και γω να βρω
τ’ άυλο Φως π’ αναζητάτε.